- διαβιβαστικός
- -ή, -όό,τι και όποιος χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διαβίβαση: Προωθώ την αίτησή σου με συνοδευτικό διαβιβαστικό έγγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαβιβαστικός — transitive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικός — ή, ό (ΑΜ διαβιβαστικός, ή, όν) διαβιβαστήριος αρχ. 1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός 2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση … Dictionary of Greek
διαβιβαστικά — διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc pl διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc/acc dual διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικόν — διαβιβαστικός transitive masc acc sg διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικοῦ — διαβιβαστικός transitive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικῆς — διαβιβαστικός transitive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)